κλημοφόρος

κλημοφόρος
κλημοφόρος, ὁ (Α)
Ρωμαίος εκατόνταρχος που έφερε κλημάτινη ράβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα (ΙΙ), με τη σημ. «κλημάτινη ράβδος» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σπερμο-φόρος. Το α' συνθετικό σχηματίζεται από το θέμα τής ονομ. και όχι τής γεν., όπως συν. (πρβλ. αγαλματο-φόρος, δερματο-φόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”